μαγδωλοφύλαξ

μαγδωλοφύλαξ
μαγδωλοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο-φύλαξ, λιμενο-φύλαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγδωλοφυλακία — μαγδωλοφυλακία, ἡ (Α) [μαγδωλοφύλαξ] πάπ. απόσπασμα στρατιωτών που αποτελούσε τη φρουρά στρατιωτικού φυλακίου …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”